- ἐφιμώθη
- промолчал
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐφιμώθη — ἐφῑμώθη , φιμόω muzzle aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)